- οψέποτε
- επίρρ. χρον. στο μέλλον, κάποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < οψέ + ποτέ. Η λ. μαρτυρείται από το 1639 σε έγγραφο τού μητροπολίτου Αθηνών Σωφρονίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
поздѣ — (32) нар. 1.Поздно (близко к концу какогол. отрезка времени): и се ѹбо нощи зѣло поздѣ болѥсть на нь нападе (βαϑεὶαν) ЖФСт к. XII, 165 об.; поидоша волъсви ѿ персъ… вечеръ же поздѣ зѣло ˫ависѧ ѥдиному в тои же кумирници. диону съ хоруговью. СбЧуд … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… … Dictionary of Greek